κατάκρισις

κατάκρισις
κατά-κρῐσις, εως, ,
A condemnation, 2 Ep.Cor.3.9, 7.3, Vett.Val.108.4, 117.35 (pl.).
2 judgement, κ. ψευδής a false estimate, Gal.5.76.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάκρισις — condemnation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσει — κατάκρισις condemnation fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατακρίσεϊ , κατάκρισις condemnation fem dat sg (epic) κατάκρισις condemnation fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσεις — κατάκρισις condemnation fem nom/voc pl (attic epic) κατάκρισις condemnation fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσεσι — κατάκρισις condemnation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίσεσιν — κατάκρισις condemnation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκρισιν — κατάκρισις condemnation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριση — η (AM κατάκρισις) [κατακρίνω] κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση τού κόσμου») μσν. αρχ. η καταδίκη αρχ. κρίση, γνώμη …   Dictionary of Greek

  • κατακριτικόν — κατακριτικόν, τὸ (Μ) [κατάκρισις] η διάθεση για κατάκριση …   Dictionary of Greek

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՏԱՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0600 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. κατάκριμα, κατάκρισις damnatio, condemnatio Դատապարտելն, եւ իլն. պարտաւորութիւն. պատժապարտութիւն. մահապարտութիւն: ... Իմ. ՟Ժ՟Բ. 27: Հռ. ՟Ե. 16. 18: ՟Բ. Կոր. ՟Գ. 9: ՟Է. 3: *Պատիժք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κατακρίσεως — κατακρίσεω̆ς , κατάκρισις condemnation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”